λοχμώδη

λοχμώδη
λοχμώδης
overgrown with bushes
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λοχμώδης
overgrown with bushes
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λοχμώδης
overgrown with bushes
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • λοχμώδης — ες (Α λογμώδης, ῶδες) [λόχμη] 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολλές λόχμες 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, δασύς σαν λόχμη, σύνδενδρος, θαμνώδης, πυκνοφυτεμένος αρχ. 1. (για υδροχαρή φυτά) αυτός που εξαπλώνεται και σχηματίζει λόχμη («φύονται δ ἐξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”